λίφαιμος

λίφαιμος
λίφαιμος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πολύ αίμα, χλομός, ωχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιφ- (< λιπο-) + -αιμος (< αἷμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίφαιμος — lacking blood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίφαιμοι — λίφαιμος lacking blood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λιφαιμία — η (Α λιφαιμία) [λίφαιμος] έλλειψη αίματος, χλομάδα …   Dictionary of Greek

  • λιφαιμώ — λιφαιμῶ, έω (Α) [λίφαιμος] 1. χάνω το αίμα μου, γίνομαι χλομός 2. αιμορραγώ, αιμορροώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”